αθανασία

αθανασία
I
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Η μάρτυς. Σφαγιάστηκε στον διωγμό του Διοκλητιανού, για τη χριστιανική της πίστη, μαζί με τις τρεις κόρες της, Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία.
2. Η οσία. Μετά τον θάνατο του πρώτου συζύγου της, αναγκάστηκε να παντρευτεί ειδωλολάτρη τον οποίο μετέστρεψε στη χριστιανική πίστη. Διακρίθηκε για την αυστηρότητα του μοναχικού βίου της.
3. Η οσία (6ος αι.). Από την Αντιόχεια. Μετά τον θάνατο των παιδιών της ασπάστηκε, όπως και ο σύζυγός της όσιος Ανδρόνικος, τον μοναχικό βίο.
II
(Αστρον.). Αστεροειδής που ανακαλύφθηκε στις 10 Απριλίου 1912 από τον αστρονόμο Γ. Παλίζα στη Βιέννη. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,7, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 12,5.
* * *
η (Α ἀθανασία) [ἀθάνατος]
το να είναι κανείς αθάνατος, να ζει αιώνια, αιωνιότητα, αιώνια ύπαρξη
νεοελλ.
μεταθανάτια δόξα
αρχ.
η αμβροσία*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀθανασία — ἀθανασίᾱ , ἀθανασία immortality fem nom/voc/acc dual ἀθανασίᾱ , ἀθανασία immortality fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθανασίᾳ — ἀθανασίαι , ἀθανασία immortality fem nom/voc pl ἀθανασίᾱͅ , ἀθανασία immortality fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθανασία — η 1. η ιδιότητα του αθάνατου, το να ναι κανείς αθάνατος: Οι περισσότερες θρησκείες μιλούν για αθανασία ψυχής. 2. μεταθανάτια δόξα: Ο ήρωας με το θάνατό του μπαίνει στην αθανασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθανασία της ψυχής — Η παράταση, μετά τον θάνατο, της προσωπικής ζωής. Την α. της ψ. δέχονται οι περισσότερες θρησκείες και πολλές ιδεαλιστικές φιλοσοφικές θεωρίες. Από παλιά μάλιστα έχουν διατυπωθεί διάφορες αποδείξεις για την υποστήριξη της μεταθανάτιας ψυχικής… …   Dictionary of Greek

  • ἀθανασίας — ἀθανασίᾱς , ἀθανασία immortality fem acc pl ἀθανασίᾱς , ἀθανασία immortality fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθανασίαι — ἀθανασία immortality fem nom/voc pl ἀθανασίᾱͅ , ἀθανασία immortality fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθανασίαν — ἀθανασίᾱν , ἀθανασία immortality fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθανασίης — ἀθανασία immortality fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • αθάνατος — Άλλη ονομασία του φυτού αγαύη (βλ. λ.). * * * η, ο (Α ἀθάνατος, ον) 1. αυτός που δεν υπόκειται σε φυσικό θάνατο, που δεν πεθαίνει, αιώνιος 2. (για αφηρημένες έννοιες) ακατάλυτος, αναλλοίωτος, άφθαρτος νεοελλ. 1. υπέροχος, έξοχος, θεσπέσιος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”